κατεξαναστατικά

κατεξαναστατικά
κατεξαναστατικός
fit for resisting
neut nom/voc/acc pl
κατεξαναστατικά̱ , κατεξαναστατικός
fit for resisting
fem nom/voc/acc dual
κατεξαναστατικά̱ , κατεξαναστατικός
fit for resisting
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατεξαναστατικός — κατεξαναστατικός, ή, όν (Α) [κατεξανίσταμαι] ο ικανός να αντιδρά, να εναντιώνεται σε κάποιον («καταφρονητικά... τοῡ ήδέος, κατεξαναστατικὰ δὲ τῶν ἀλγηδόνων», Σέξτ. Εμπ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”